Το διαμέρισμα του 4ου - Συκοβαρίδου Αρίστη


Ανάμεσα στις άλλες πολυκατοικίες του κέντρου δέσποζε πολυτελής και επιβλητική. Οδός Εθνικής Αμύνης, δρόμος κεντρικότατος και η γαλάζια ταμπέλα σε πληροφορούσε πως βρισκόσουν στο νούμερο 47. Φρεσκοβαμμένη στο χρώμα του σάπιου μήλου με τα κεντρικά της μπαλκόνια να μαρτυρούν την καταγωγή των ενοίκων. Λουλούδια μέσα σε περιποιημένες γλάστρες στα περισσότερα , τραβούσαν επιδέξια το βλέμμα των περαστικών. Η μεγάλη τζαμαρία στην είσοδο σου επέτρεπε να δεις στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Ξύλινες κουπαστές και δέκα σκαλοπάτια σε οδηγούσαν στο θυρωρείο του ισογείου , που τώρα έστεκε βουβό. Μπορούσες να διακρίνεις ότι η πολυκατοικία έζησε ένδοξες στιγμές στο παρελθόν.
Το μαρμάρινο δάπεδο μπροστά από τον ξύλινο πάγκο του θυρωρείου , ήταν στολισμένο με ένα κόκκινο γεωμετρικό μοτίβο στο κέντρο , μόνο που τώρα πια ο χρόνος είχε αφήσει πάνω τα σημάδια του. Πόδια που πηγαινοέρχονταν καθημερινά , ζωές που ξετυλίγονταν σαν κουβάρι με κοινό σημείο αναφοράς. Πίσω από το θυρωρείο έστεκε ακόμη ο πίνακας με τα κουδούνια και μαρτυρούσε καθημερινές στιγμές μιας άλλης εποχής.
Τότε που ο κ. Στέφανος , ο θυρωρός, νέος , στο άνθος της ηλικίας του, μοίραζε με σβελτάδα την αλληλογραφία στους ενοίκους, πάντα με το χαμόγελο, αναλάμβανε την περιποίηση και την καθαριότητα της οικοδομής, την συντήρηση μα και τη φύλαξή της που ήταν στα καθήκοντά του.Κάποτε κάποτε έτρεχε και για τα θελήματα των ενοίκων , αφού για τις υπηρεσίες του , ανταμειβόταν με ένα καλό φιλοδώρημα κάθε φορά. Υπήρχαν βέβαια και οι τσιγκούνηδες, που δεν έβγαζαν φράγκο τσακιστό να δώσουν , όπως η κ. Αντιγόνη στον 4ο, όμως δεν βαστούσε να μην την εξυπηρετήσει μιας και είχε απομείνει μόνη της στην ζωή. Και ετούτος εδώ ήξερε καλά από μοναξιά.
Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές , γνώριζε έναν έναν τους ενοίκους και όλη του η ζωή ήταν τοποθετημένη πίσω από τούτο το θυρωρείο. Μάλιστα του είχε παραχωρηθεί και ένα μικρό διαμέρισμα , αυτό του υπογείου για να μένει και έτσι τα βόλευε μια χαρά.
Η ζωή στην πολυκατοικία γεμάτη από ίντριγκες , μυστικά , πονεμένες ψυχές κρυμμένες πίσω από κουρτίνες , ταγμένες να παρακολουθούν τις ζωές των άλλων. Όλα αυτά τα ήξερε και ως έναν βαθμό τον είχαν κουράσει με τα χρόνια, μα που να πήγαινε είχε ζήσει σχεδόν την μισή ζωή του εκεί και καμιά τέχνη δεν κάτεχε σαν ορφάνεψε στα δώδεκα και ήρθε στην Αθήνα στην θεία του. Τον ανάστησαν με τα λίγα που ήξεραν και τον τακτοποίησαν σε καλή θέση όπως του είχαν πει , αρκεί να ήταν υπομονετικός και πάντα ευγενικός με τον κόσμο και δεν είχε να φοβηθεί τίποτε. Όντως δεν είχε παράπονο κανένα αφού η δουλειά του , του εξασφάλιζε μια στέγη , το φαγητό μα και την εκτίμηση όσων συναναστρεφόταν , καταλήγοντας να τους είναι και απαραίτητος. Δεν κατάφερε να παντρευτεί βέβαια και αυτό ήταν και το αγκάθι της ζωής του, στον αγώνα για επιβίωση που χρόνος για έρωτες. Του χαν προτείνει χρόνια πριν, παλικάρι ακόμη, να πάει στα καράβια , θα έκανε ταξίδια σε μέρη που ούτε τα φανταζόταν και μεγάλη ζωή , μα εκείνος δεν το κουνούσε από την ασφάλεια της πολυκατοικίας ,όχι μόνο από συνήθεια μα και από τον κρυφό έρωτα που σιγόκαιγε μέσα του για την χήρα του 4ου ορόφου.
Χήρα από τα 25 της , μικροπαντρεμένη και καλοπαντρεμένη με έναν έμπορο κρεάτων, μεγάλωνε τον μονάκριβό τους με όλη της την αγάπη. Ατύχημα με το φορτηγό, που μετέφερε το εμπόρευμα του, της είπαν και απόμεινε πίσω με ένα παιδί στην αγκαλιά , τόσο όμορφη και τόσο άτυχη.Την έβλεπε κάθε πρωί να κατεβαίνει την σκάλα με τον μικρό της κανακάρη , να τον συνοδεύσει ως το σχολείο και όλο και κάποιο θέλημα του παράγγελνε για να της κάνει. Πότε να φτιάξει την βρύση που στάζει , πότε να πάει για τα ψώνια της ημέρας και πότε να περιποιηθεί τις γλάστρες. Πάντοτε με ευγένεια και εκείνο το συγκρατημένο μειδίαμα. Για τον κόπο του φυσικά πάντα έκανε να του δώσει το φιλοδώρημα του, μα ούτε λόγος να το δεχτεί από εκείνην , ήταν μέσα στα καθήκοντά του της έλεγε και το έκανε με ευχαρίστηση. Φυσικά δεν τολμούσε να δείξει κάτι παραπάνω από όσα ένιωθε, μα διατηρούσε την ελπίδα πως η σχέση τους με τα χρόνια θα ζεστάνει. Αντί γι' αυτό όμως πάντα έμενε σε κουβέντες τυπικές ,στολισμένες με ευγένεια και χαμόγελα αλλά μέχρις εκεί.
Όταν πέταξε αργότερα τα μαύρα από πάνω της , σκέφτηκε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να της μιλήσει , μα ούτε και τότε βρήκε το θάρρος μέσα του, ήταν στην μέση και το παιδί που είχε μεγαλώσει και καταλάβαινε και εντρεπότανε περισσότερο τώρα. 'Ενα πρωινό που η χήρα έλειπε για δουλειές , κάτι ξύπνησε μέσα του και πήρε την απόφαση να ανέβει στο διαμέρισμά της και να της αφήσει ένα γράμμα που μέσα του εξομολογούνταν τον έρωτα του για εκείνη. Πόσες φορές το είχε γράψει και το χε σκίσει και πάλι από την αρχή μέχρι να βάλει τις λέξεις σε μια σειρά .Ξύλο απελέκητο ήταν βλέπεις ,τα λίγα γράμματα που έμαθε με την βοήθεια του θείου του , αρκούσαν στην δουλειά του. Μα τώρα πως να της εκφράσει το ολάνθιστο περιβόλι που είχε στην καρδιά του όποτε την έβλεπε. Έτσι κάθε φορά το ανέβαλε μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις που θα έφταναν ως την καρδιά της. Όχι όμως και σήμερα, ο χρόνος του τελείωνε , έπρεπε να βιαστεί . Μέσα του βέβαια δεν πίστευε ότι αυτή η αρχόντισσα θα καταδεχόταν να τον κοιτάξει διαφορετικά , μα τι στο καλό , έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσει και ας αποτύγχανε. Φυσικά δεν θα τον παρεξηγούσε κανείς , που θα έμπαινε εν απουσία της στο διαμέρισμα της, αφού με τον καιρό υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του από τους ενοίκους και δεν θα έβαζαν ποτέ στον νου τους ότι ήταν ικανός ο Στέφανος για κάτι άλλο πέρα από τα θελήματα που του ανέθεταν. Φυσικά ούτε λόγος για να τολμήσει ετούτος εδώ ο θυρωράκος να κοιτάξει την χήρα , που τώρα πια με τα νιάτα της και την αποζημίωση από το ατύχημα του ανδρός της είχε βροχή τις προτάσεις.
Γύρισε αργά το κλειδί στην βαριά πόρτα , ήταν δέκα το πρωί, οι περισσότεροι είχαν αδειάσει από ώρα τα διαμερίσματά τους , είτε για δουλειά είτε για τον πρωινό τους περίπατο στο κέντρο της πόλης. Φοβόταν βέβαια την κ. Αντιγόνη , που ζούσε στο απέναντι διαμέρισμα καθώς περνούσε συχνά την ημέρα της κρυφακούγοντας και κρυφοκοιτώντας τις κυρίες της πολυκατοικίας και συνήθιζε να μεταφέρει τα φρέσκα νέα πότε στο τηλέφωνο και πότε σε μαζώξεις που έκανε με ηλικιωμένες, καπελωμένες κυρίες που μπαινόβγαιναν στο διαμέρισμά της μαζί με την ξινίλα τους. Έπρεπε να έχει τον νου του σήμερα, μα δεν την είχε δει από χτες , ούτε του παρήγγειλε κάποια αγγαρεία και συμπέρανε πως θα ταν άρρωστη. Θα περνούσε αργότερα να της χτυπήσει , έτσι για τα μάτια να δείξει ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Έσπρωξε δειλά την πόρτα και πέρασε προσεκτικά , πατώντας στο μαρμάρινο δάπεδο μην τύχει και λερώσει το παχύ χαλί που υποδεχόταν του επισκέπτες στην είσοδο. Το σπίτι λιτό, τακτικό όπως πάντα και όμορφα διακοσμημένο με το διακριτικό της γούστο , ένιωθες πως έκρυβε κάτι από την ζεστασιά που ανέδινε το πρωινό της χαμόγελο. Κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα γιατί δεν είχε σκεφτεί που θα άφηνε το γράμμα. Ήθελε να γίνουν όλα όπως έπρεπε , μην τύχει και πέσει στα χέρια του παιδιού ή κανενός άλλου και γίνει ρεζίλι των σκυλιών. Μα που να το άφηνε στο τραπέζι της τραπεζαρίας θεώρησε πως ήταν προφανές και παρακινδυνευμένο και έτσι αποφάσισε πως η καλύτερη λύση ήταν να το αφήσει κάτω από το μαξιλάρι της κάμαρης της , εκεί που ο χώρος είναι ιδιωτικός και η πρόσβαση ακόμη και σε επισκέπτες είναι απαγορευτική. Καθώς εισήλθε στο δωμάτιο ένιωσε για μια στιγμή να μεθάει από το άρωμά της ,που έλουζε τον χώρο, μα έπρεπε να βιαστεί και έτσι επανήλθε γρήγορα στην πραγματικότητα , το άφησε γρήγορα και γλίστρησε σαν κλέφτης μην προλάβει και τον τσακώσει κανένα μάτι ή τον ζητήσει κανείς στο θυρωρείο. Την ώρα που κατέβαινε δυο δυο τα σκαλοπάτια ένιωθε πως ένα κομμάτι του είχε μείνει εκεί επάνω στο διαμέρισμα του 4ου , κάτω από το πουπουλένιο μαξιλάρι που φιλοξενούσε τα όνειρά της.
Όταν πια συνήλθε, θυμήθηκε πως δεν είχε χτυπήσει της κ. Αντιγόνης , έτσι τουλάχιστον θα είχε διαπιστώσει αν τον είδε όταν έμπαινε ή έβγαινε στο διαμέρισμα της χήρας. Όμως τώρα ήταν πια αργά για τέτοιες σκέψεις αφού ήδη χτυπούσε το κουδουνάκι από το εσωτερικό τηλέφωνο, σίγουρα για κάποιο θέλημα και η κίνηση έξω από την πολυκατοικία είχε αρχίσει να πυκνώνει. Ίσως αργότερα πρόλαβε να σκεφτεί , καθώς ανέβαινε τρεχάτος την μεγάλη σκάλα για τον 2ο όροφο.
Την επόμενη μέρα δεν κρατιόταν από την αγωνία, όχι ότι κοιμήθηκε όλο το βράδυ, αν και έκανε πολλές προσπάθειες για να μην σκέφτεται άσχημα σενάρια, μα όλο στριφογυρνούσε σαν σβούρα στο κρεβάτι. Σαν έκλεισε το θυρωρείο κλειδώθηκε στο διαμέρισμά του και σε κάθε ήχο πεταγόταν μήπως και είναι κανένα σημάδι από εκείνη. Μα μάταια, σαν γύρισε στο διαμέρισμά της χτες το μεσημέρι με το παιδί και τα ψώνια στο χέρι δεν κουνήθηκε από εκεί. Έπιανε τα δάχτυλά του να τρέμουν από την αγωνία, μην του είχε θυμώσει, μην και γέλασε για τον κρυφό έρωτά του και αν δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της; Αυτά σκεφτόταν και δεν ησύχαζε και ας έτρεχε όλη μέρα πάνω κάτω, μέσα και έξω στην πολυκατοικία , τίποτε δεν μπορούσε να τον κάνει να ξεχαστεί έστω και για λίγο. Έτρεφε όμως και μια μικρή ελπίδα πως μόλις την έβλεπε , θα καταλάβαινε τι νιώθει για εκείνον και ίσως καθόταν να το συζητήσουν το πράγμα, βέβαια , θα της μιλούσε ανοικτά πια. Θα της έλεγε στα ίσια, εγώ δεν είμαι κανένας αλήτης, έχω τον τρόπο μου , σε βλέπω στα σοβαρά , γάμο θα της πρότεινε και θα έκανε και δύο και τρεις δουλειές αν χρειαζόταν για να μην τους λείψει τίποτε, θα ξαναπήγαινε και στο σχολείο , για να σταθεί επάξια δίπλα της, αρκεί να τον δεχόταν , να του έδινε μια ελπίδα. Κι ύστερα και αυτός νέος και γερός ήταν , δεν είχε παντρευτεί ποτέ του, άλλες υποχρεώσεις δεν είχε , θα τα έβρισκαν μια χαρά. Άσε που τον συμπαθούσε και ο μικρός Γιωργάκης , αφού όποτε τον έβλεπε όλο και καμιά καραμέλα να γλυκαθεί θα του πρόσφερε , πάντα με τα αστεία και το χαμόγελο , τον ρωτούσε μάλιστα και για το σχολειό του , αν είναι καλός μαθητής , έπρεπε να σπουδάσει μην καταλήξει θυρωρός! Τέτοια ήταν τα χωρατά του. Για το  θέμα του παιδιού, θα την άφηνε να διαλέξει εκείνη , ετούτος δεν θα έφερνε σε τίποτε αντίρρηση, αν ήθελε θα έκαναν και άλλο , αν όχι ο Γιωργάκης θα μεγάλωνε σαν δικό του παιδί. Έτσι τα είχε ταχτοποιήσει στο μυαλό του και περίμενε με λαχτάρα μα και με φόβο να την δει να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια.
Μα μόνο σαν ήρθε το απόγευμα αναθάρρησε, καθώς άκουσε τον γνώριμο ήχο των παπουτσιών της στις μαρμάρινες σκάλες. Έτριζε η γης στο πέρασμά της σκεφτόταν. Δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα του από τον γκισέ και ας μην βρισκόταν κανείς άλλος εκεί γύρω. Μόνο άκουγε τα βήματά της καθώς πλησίαζαν και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Ώσπου ο ήχος των παπουτσιών σταμάτησε μπροστά στον γκισέ του , τότε μόνο κατάφερε με όση δύναμη του χε απομείνει να σηκώσει το βλέμμα του πάνω της. Τα μάτια της δυο θλιμμένοι ήλιοι που τον διαπερνούσαν τώρα σαν ηλεκτρικό ρεύμα, ένιωσε να κρατάει αιώνες αυτή η στιγμή, μα δεν βγήκε λέξη από τα χείλη τους. Κι ύστερα η στιγμή παρασύρθηκε από τον αδυσώπητο χρόνο, ο ήχος των κλειδιών της στον γκισέ τάραξε το είναι του και μια τυπική καλημέρα σαν να βγήκε από τα χείλη της καθώς χανόταν από μπροστά του σαν αερικό. Πρέπει να έμεινε ώρα έτσι αποσβολωμένος γιατί ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να τον παγώσει σε κείνη την μία στιγμή που η ζεστασιά των ματιών της τον έκαιγε , ήθελε να πιστεύει πως δεν ακολούθησε τίποτε και πως ήταν δημιούργημα της φαντασίας του όλα τα υπόλοιπα.
Το σαράκι εκείνης της μέρας τον έτρωγε, μα να μην του πει λέξη, έστω να τον βρίσει , να τον εξευτελίσει που τόλμησε κι ύστερα εκείνο το θλιμμένο βλέμμα τι να σήμαινε. Το έστηνε κάθε μέρα στο μυαλό του σαν σκηνικό μα άκρη δεν έβγαζε. Τρεις εβδομάδες αργότερα και αφού δεν είχε πάρει κανένα σημάδι , έμαθε τα δυσάρεστα από την κ. Αντιγόνη, καθώς ανέβηκε για να της πάει τα χάπια που του είχε ζητήσει από την προηγούμενη. Η κ. Αντιγόνη που όλα τα ήξερε και όλα τα καταλάβαινε , θαρρείς και ήξερε και για 'κείνον όσα ένιωθε και του 'μπηξε επίτηδες το μαχαίρι στην καρδιά εκείνο το βροχερό πρωινό. Τηλεφώνησε λέει ο πατέρας της από την Κρήτη  να της μηνύσει ότι έρχεται στην Αθήνα για να της προξενέψει έναν πλούσιο και καλοστεκούμενο γαμπρό, λίγο μεγαλύτερο βέβαια μα σοβαρό και μετρημένο , ότι πρέπει για μια κυρία σαν εκείνη και τον μονάκριβό της. Άλλωστε τον τίμησε τρία χρόνια τον μακαρίτη της και ο γιος της δεν έφταιγε σε τίποτε να μεγαλώνει χωρίς πατέρα, επειδή εκείνη δεν έλεγε να προχωρήσει την ζωή της. Την είχαν καλέσει και νωρίτερα να πάει στην Κρήτη οι γονείς της, να μην είναι μόνη μα εκείνη ανένδοτη, να μην αλλάξει περιβάλλον το παιδί και πάθει ψυχολογικά, η απώλεια του πατέρα του ήταν αρκετή. Κι όλο ξεγλιστρούσε εδώ και έναν χρόνο , μιας και καταλάβαινε πολύ καλά τον λόγο για τον οποίο της ζητούσαν να κατέβει στο νησί.  Να και λίγο ακόμη πατέρα , δεν είμαι ακόμη έτοιμη να βάλω άλλον άντρα στο σπίτι κι ύστερα είναι και ο κόσμος, τι θα πει ο κόσμος...
Κέρδισε λίγο χρόνο μα μέσα της ήξερε πως στο τέλος θα υπέκυπτε στα θέλω του πατέρα της που τον σεβόταν και τον αγαπούσε μιας και ήταν από τους παλιούς Κρητικούς που όλοι τον αντιμετώπιζαν με σέβαση, ο λόγος του μετρημένος και δεν σήκωνε πολλές αντιρρήσεις σαν ένιωθε πως είχε δίκιο.
Έτσι την έχασε μια μέρα την χήρα του, ο θυρωρός της πολυκατοικίας με το νούμερο 47, την κυρία με το Κ κεφαλαίο, την κορώνα, το στολίδι της πολυκατοικίας, γιατί έτσι την ένιωθε κι ας μην του είχε δώσει δικαίωμα κανένα όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνη μετακόμισε σε άλλη γειτονιά ένα μήνα μετά από τα δυσάρεστα νέα , βορειότερα, εκεί που κατοικούν οι πλούσιοι σε νέο σπιτικό που δεν θα το μοιραζόταν με αδιάκριτους τριγύρω. Σε ένα ολοκαίνουριο και αστραφτερό κλουβί όπως το φανταζόταν με το νου το ο θυρωρός. Και δεν πήρε τίποτε σχεδόν μαζί της , άλλωστε τι να τα κάνει , θα αγόραζε πια καινούρια έπιπλα, μόνο έδωσε εντολή στον Στέφανο να το νοικιάσει όπως το άφησε επιπλωμένο , σε όποιον έκρινε εκείνος καλύτερα και μάλιστα να κρατούσε μηνιαίως και ένα ποσοστό του ενοικίου σαν ανταμοιβή για την εκδούλευση. Τα υπόλοιπα κατάθεση στην τράπεζα . Και η τελευταία του ελπίδα για επαφή είχε μόλις εξατμιστεί.
Τα χρόνια πέρασαν , η χήρα δεν ξαναφάνηκε, νέα της φυσικά δεν είχε, το διαμέρισμα είχε καταφέρει να το νοικιάσει και φιλοξενούσε πλέον μια τετραμελή οικογένεια και ο κύριος Στέφανος, ο θυρωρός είχε πια συνταξιοδοτηθεί. Έρημος στον κόσμο πια, αφού άλλο από την δουλειά δεν ήξερε , φίλους αληθινούς δεν απέκτησε , άλλαξε και σπίτι , έμενε τώρα σε μια πιο ήσυχη γειτονιά στην Νίκαια , τα βόλευε όπως όπως με την σύνταξη και το νοικοκυριό που έμαθε τόσα χρόνια. Μόνο τις Κυριακές του άρεσε να περνά πότε πότε από τα παλιά του λημέρια , μπροστά από την πολυκατοικία με το νούμερο 47, που του ρούφηξε την νεότητα. Πάντα στεκόταν για λίγο από απόσταση και σήκωνε το βλέμμα στο διαμέρισμα του 4ου , μα ποτέ δεν τόλμησε να μπει μέσα, από φόβο μην τον κρατήσουν όμηρο για πάντα οι θύμησες . 'Ετσι στεκόταν για λίγο να την κοιτά όπως άλλαξε με τα χρόνια , μεταμορφώθηκε από αρχόντισσα σε παρακατιανή, αφού η νέα μόδα ήθελε τους πιτσιρικάδες να γράφουν συνθήματα με μπογιά στους τοίχους των πολυκατοικιών και το νούμερο 47 δεν κατάφερε να ξεφύγει από την μοίρα του. Φθαρμένοι τοίχοι από την πολυκαιρία και μπαλκόνια με απότιστες και μαραμένες γλάστρες , με τον καιρό κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να την συντηρήσει. Την είχαν απαρνηθεί οι ίδιοι της οι ένοικοι, και αυτό ήταν μια πληγή που τον έτρωγε, αφού ο ίδιος κάποτε της έδινε ζωή.
Η ανάγκη του ήταν μεγάλη σήμερα , παρότι τον πονούσαν φοβερά τα πόδια του από την υγρασία , σκέφτηκε πως αφού έφτασε ίσαμε εδώ ίσως άξιζε να μπει και μέσα να δει πως είναι και που ξέρεις ίσως να τον αναγνώριζε κάποιος και να έπιαναν λίγο την κουβέντα, να ζούσε για λίγο τους νέους ρυθμούς της οικοδομής. Για την κ. Αντιγόνη βέβαια , ούτε λόγος, αφού είχε δύο χρόνια που άφησε την πολυκατοικία για τους Ουρανούς, το έμαθε τυχαία όταν είδε μια Κυριακή το κηδειόχαρτο καρφιτσωμένο μπροστά στην πολυκατοικία, μα δεν άντεχε να πάει στην κηδεία. Κακία δεν της κράτησε ποτέ, μα δεν βαστούσε τέτοιες συγκινήσεις πια, ήθελε μόνο την ησυχία του. Κρίμα, σκέφτηκε , έχασε τον μοναδικό άνθρωπο που γνώριζε τα πάντα για όλους, Θεός σχωρέστην.
Εισήλθε αποφασιστικά στην είσοδο , ήταν ακόμη αρκετά προσεγμένη στο εσωτερικό της , τουλάχιστον σε σχέση με αυτό που έβλεπε κανείς απ' έξω.  Ο πάγκος του έστεκε εκεί αγέρωχος , απομεινάρι μιας περασμένης εποχής. Τώρα πια υπήρχε δίπλα στην μαρμάρινη σκάλα και ένα ολοκαίνουριο ασανσέρ που σε γλίτωνε σίγουρα από πολύ κόπο , το είχε δει και σε άλλες πολυκατοικίες και μια μέρα που τον έτρωγε η περιέργεια μπήκε τυχαία σε μία να το δοκιμάσει. Έτσι και τώρα άνοιξε την σιδερένια πόρτα και βρέθηκε στο στενάχωρο εσωτερικό του, απέναντί του ένας καθρέφτης , δεν μπήκε καν στον κόπο να κοιτάξει , άλλωστε τι να δει τώρα πια, πάτησε το κουμπί για τον 4ο εκεί θα πήγαινε , εκεί άρχιζαν και κατέληγαν όλα. Στο διαμέρισμα του 4ου ορόφου...
Βρέθηκε γρήγορα στον 4ο , τόσο γρήγορα που δεν του άρεσε, προτιμούσε εκείνη την γλυκιά κούραση και προσμονή που ένιωθε καθώς ανέβαινε ασθμαίνοντας πολλές φορές τα σκαλοπάτια, τότε που ήταν παρών σε κάθε χτύπημα του κουδουνιού, σε κάθε κάλεσμά της. Ο χρόνος σαν να πάγωσε εδώ, δεν είχαν αλλάξει και πολλά , ο τοίχος είχε ξαναπεραστεί με μπογιά βέβαια και τώρα υπήρχε και φως στο κάθε κουδούνι για να ξεχωρίζεις και στο σκοτάδι το επώνυμο του αρχηγού της οικογένειας. Πλησίασε δειλά το διαμέρισμά της , έκανε να χτυπήσει μα το μετάνιωσε και κατέβασε το χέρι, και τι να έλεγε , απρόσκλητος ήταν , τι φανταζόταν μήπως και την αντικρίσει; Ένας ξεμωραμένος παράξενος γέρος ήταν πια, αυτό ήταν. Μεταβολή και πίσω , από τις σκάλες αυτή την φορά. Καθώς τις κατέβαινε απορροφημένος στις σκέψεις του, διασταυρώθηκε με ένα νεαρό αγόρι.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα νεαρέ. Απάντησε κάπως βαριεστημένα.
-Ψάχνετε κάποιον, δεν σας έχω ξαναδεί εδώ γύρω, μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;
Σάστισε για λίγο με την ευγένεια του παιδιού, δεν το περίμενε , οι νέοι πια στον δρόμο τον αντιμετώπιζαν με αποδοκιμασία ή και με αδιαφορία , όμως τούτος εδώ διέφερε.
- Όχι, περαστικός ήμουν , με συγχωρείτε. Έκανα λάθος στο νούμερο μάλλον.
- Εγώ είμαι ο Πέτρος , μα η όψη σας μου είναι πολύ οικεία, είστε από την γειτονιά μας;
- Στέφανος, χάρηκα νεαρέ και τώρα συγγνώμη γιατί βιάζομαι. Μα πόση επιμονή πια αυτός ο νεαρός , είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει αυτή η φλυαρία του.
- Για μια στιγμή, μα ναι, μα εσείς δεν είστε; Είστε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας, πόσα χρόνια έχω να σας δω, τα μάτια σας δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Είστε καλά; Μου φαίνεστε λίγο ωχρός , περάστε να σας προσφέρουμε κάτι. Η μητέρα μου λείπει μα όπου να ναι θα επιστρέψει και σίγουρα θα χαρεί να σας δει.
Βέβαια μα πως το είχε ξεχάσει , ο μικρός Πετράκης, ο νέος ένοικος του διαμερίσματος του 4ου, ήταν μόλις 7 ετών όταν εγκαταστάθηκαν και μαζί με τον αδερφό του ξεσήκωναν στο πόδι όλη την πολυκατοικία με τις σκανταλιές που σκαρφίζονταν. Στον ίδιο δε έστηναν συνεχώς παγίδες, τις καλύτερες που μπορούσαν να σκεφτούν, πότε του έπαιρναν κρυφά την αλληλογραφία, πότε πατούσαν το κουδούνι για κάποιο θέλημα που τάχα ήθελαν οι γονείς τους και ούτε που του άνοιγαν την πόρτα σαν ανέβαινε με κομμένη ανάσα ως τον τέταρτο και άλλα τέτοια ευτράπελα που προς το τέλος του έκαναν ανυπόφορη την καθημερινότητά του με αποτέλεσμα να μετρά αντίστροφα τους μήνες ώσπου να συνταξιοδοτηθεί, να γλιτώσει από τούτα τα μικρά τερατάκια όπως τα αποκαλούσε. Ακόμη δεν μπόρεσε να καταλάβει ποια δύναμη ήταν αυτή που τον έσπρωξε να δεχτεί την πρόταση του μικρού.
Ακολούθησε τον Πέτρο που τον άφησε από ευγένεια να περάσει μπροστά - μα τέτοια μετάλλαξη δεν το περίμενε από αυτόν τον μικρό κατεργάρη , που τώρα τον ακολουθούσε σαν μαγεμένος-. Πέρασε τον διάδρομο που οδηγούσε στον ενιαίο χώρο του σαλονιού και κάθισε στην άκρη του μεγάλου μπλε καναπέ, που από την υφή στα ιδρωμένα του χέρια , κατάλαβε πως ηταν ντυμένος από βελούδο. Η διακόσμηση γύρω του ξένη στα γούστα του ,ένιωθε να τον πνίγει , δεν θύμιζε σε τίποτα το διαμέρισμα της χήρας του, το εκλεπτυσμένο της γούστο, το είχε καταπιεί η βαριά μπαρόκ διακόσμηση. Σαν να κατάλαβε πόσο άβολα ένιωθε , κατέφθασε γρήγορα ο Πέτρος με λίγο νερό στο χέρι, το ήπιε με μιας και κατάφερε να πάρει δυο τρεις βαθιές ανάσες για να ξεπεράσει την δυσφορία του.
- Τι θα θέλατε να σας προσφέρω, ακούστηκε ήρεμη η φωνή του Πέτρου, έναν καφέ ίσως;
- Όχι τίποτε ευχαριστώ, πρέπει να φύγω , άλλωστε βιάζομαι με περιμένουν, κατάφερε να ψελλίσει. Ένιωθε κάτι στην χροιά της φωνής του νεαρού που τον απωθούσε. Μα σαν να ήθελε να τον καθυστερήσει , σαν κάτι να ήθελε από εκείνον. Αλλά πάλι τι μπορεί να ήθελε ένα παιδί από εκείνον, να θυμηθούνε τα παλιά, δεν θα ήταν καλή ιδέα, αφού έφυγε δίχως καν να τους χαιρετήσει. Ο νους του έτρεχε με χίλια μα φρέναρε απότομα όταν ακούστηκε πάλι να τον διακόπτει ενοχλητικά από την σκέψη του ο μικρός.
- Ξέρετε, όταν φύγατε έκανα προσπάθεια να σας βρω , αλλά βλέπετε δεν τα κατάφερα, κανένας δεν ήξερε που μένετε πια , ούτε καν η κ. Αντιγόνη η γειτόνισσα και παράτησα τις προσπάθειες, κάπως πρόωρα ίσως. Ξέρω ότι πιθανώς θα νιώθετε άβολα, μα μείνετε λίγο ακόμη, γιατί έχω κάτι για εσάς και θα ήθελα να σας εξηγήσω πρώτα. Κι αυτό γιατί νιώθω πραγματικά ένοχος για τον τρόπο που φέρθηκα και όσο κι αν προσπάθησα να δικαιολογήσω την πράξη μου , δεδομένου του νεαρού της ηλικίας μου, εντούτοις δεν βρίσκω καμιά σοβαρή δικαιολογία να της προσάψω, τώρα που μεγάλωσα και αντιλαμβάνομαι περισσότερο τα αισθήματα των ανθρώπων.
- Πραγματικά δεν καταλαβαίνω που θέλεις να καταλήξεις νεαρέ μου, θα ήθελα πολύ να ακούσω αυτά που έχεις να μου πεις, μα να με συμπαθάς γιατί όπως σου είπα με περιμένουν , και έκανε να φύγει μιας και δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από τα παλιά και να ξενυχτήσει για ακόμη ένα βράδυ με μόνη συντροφιά τις σκέψεις του. Μα ευτυχώς ή δυστυχώς ήταν πολύ αργά μιας και ο μικρός που σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του βιάστηκε να μιλήσει.
- Θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία και ύστερα είστε λεύτερος να πάτε στο καλό, με την ελπίδα πως θα με συγχωρέσετε μια μέρα:
Θα θυμάστε πολύ καλά πως σαν φτάσαμε εδώ με τους γονείς και τον αδερφό μου , ήμουν δεν ήμουν εφτά ετών και εύχομαι να έχετε ξεχάσει την κακή μας συμπεριφορά απέναντί σας , μα κατά πως έλεγε και η μάνα μας ήμασταν ατίθασα παιδιά από την φύση μας και δεν φοβόμασταν κανέναν, κάναμε ότι μας ερχόταν στο κεφάλι. Τις πρώτες ημέρες , λοιπόν, της άφιξης μας εδώ ήμασταν γεμάτοι περιέργεια να εξερευνήσουμε το νέο μας σπίτι που καθώς ήταν και επιπλωμένο έκρυβε για μένα πολλούς θησαυρούς. Για παράδειγμα τα βιβλία στην βιβλιοθήκη , τα έπαιρνα στο δωμάτιο μου και ξεχνούσα να κοιμηθώ, τους χάρτες που βρήκα κρυμμένους σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι στην αποθήκη, μα και ένα παλιό περίστροφο που από ότι μου είπαν οι γονείς μου θα πρέπει να το αποχωριστώ, καθώς ανήκε στον προηγούμενο ιδιοκτήτη που ήταν άτυχος μιας και σκοτώθηκε σε ατύχημα με το φορτηγό του. Με τον καιρό όταν έλειπε η μάνα μου τα μεσημέρια σε κάποια γειτόνισσα για τον καθιερωμένο καφέ, γλιστρούσα κρυφά στο δωμάτιο της και όλο και κρυβόμουν στην ντουλάπα ή έψαχνα στα πράγματα της, κυρίως για να βρω καμιά ξεχασμένη δραχμή που θα φύλαγα για να αγοράσω καινούρια βιβλία ή σοκολάτες κρυφά από εκείνη. Έτσι ένα μεσημέρι καθώς άνοιγα κρυφά το συρτάρι του κομοδίνου της, το τράβηξα με δύναμη με αποτέλεσμα να βγει από την θέση του και χρειάστηκε να καταβάλλω πολύ κόπο για να το ξανατοποθετήσω όπως πριν , στη προσπάθειά μου αυτή , έπεσε το μάτι μου σε έναν ροζ φάκελο , που μάλλον είχε παραπέσει κάτω από το συρτάρι , καθώς τοποθετούσαμε τα δικά μας υπάρχοντα σε αυτό. Φυσικά το πήρα στο δωμάτιο μου, γιατί είχε προλάβει να επιστρέψει και η μητέρα μου στο σπίτι. Δεν τόλμησα να το εμφανίσω παρά μόνο αργά το βράδυ όταν διαπίστωσα πως είχαν κοιμηθεί όλοι. Είχα καταλάβει πως για να βρισκόταν εκεί κάτι σοβαρό θα είχε να πει στον αποστολέα του και το γεγονός ότι δεν είχε επάνω του γραμματόσημα με έκανε να πιστεύω πως ο παραλήπτης δεν το έλαβε ποτέ.
- Ωραία η ιστορία σου Πέτρο, όμως δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν με εμένα όλα αυτά που μου αραδιάζεις τόση ώρα. Σε έχω συγχωρέσει για τις τρικλοποδιές σου, αν αυτός ήταν ο σκοπός της αφήγησής σου, άλλωστε ήσουν μικρό παιδί τότε. Και καταλαβαίνω πως έμαθες τώρα πια πως δεν είναι σωστό να κλέβεις τα ξένα γράμματα , προκειμένου να με αναστατώσεις, πράγμα που από ότι θυμάμαι ήταν στις καθημερινές συνήθειές σου. Και τότε τον είδε να του γυρίζει την πλάτη και να γυρνάει κρατώντας έναν ροζ φάκελο στα χέρια, που σε λίγο με μια κάποια συστολή του παρέδωσε.
- Αυτό το γράμμα κύριε Στέφανε είχε εσάς ως παραλήπτη, αν και κάπως αργά ξέρω ότι σας ανήκει, γιατί το διάβασα , ειλικρεινά λυπάμαι για την απερισκεψία μου και σας ζητώ και πάλι να βρείτε το κουράγιο να με συγχωρέσετε.
Έπιασε στα χέρια του το γράμμα που δεν του μαρτυρούσε με τίποτε τον αποστολέα. Τα είχε χαμένα για λίγο, γράμμα για εκείνον , κανείς δεν του είχε γράψει ποτέ γράμμα τόσα χρόνια , ούτε καν οι λιγοστοί συγγενείς που του είχαν απομείνει. Ρίγη συγκίνησης τον διαπέρασαν και μόνο στην ιδέα , ότι κάποιος είχε μπει σε τόσο κόπο για δαύτον. Κοίταξε με μια δόση απορίας τον Πέτρο και έκανε να φύγει.
- Συγχωρέστε με κύριε Στέφανε, αν μπορούσα μόνο να επανορθώσω.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του και βάλθηκε με δυσκολία να κατεβαίνει τις σκάλες , μιας και ο πόνος στα πόδια είχε αιφνίδια επιστρέψει. Δεν παρατηρούσε τίποτε πια , μόνο κατέβαινε σκεφτικός ένα ένα τα σκαλοπάτια. Κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά στο θυρωρείο, κοίταξε δεξιά και αριστερά μήπως τον δει κανείς , κι έπειτα άνοιξε την πόρτα της εισόδου το κρύο αεράκι που τον χτύπησε στο πρόσωπο, του θύμισε πως έπρεπε να κουμπωθεί καλύτερα , και καλού κακού να βάλει το γράμμα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Περπατούσε αργά, δεν βιαζόταν , σκέψεις πολλές τριγύριζαν στο μυαλό του και σενάρια που δεν ήθελε να επιβεβαιωθούν.
Ήταν ένα παιχνίδι που του άρεσε πάντα να παίζει στον εαυτό του, έστηνε σκηνικά τα βράδια, με έναυσμα τις ιστορίες που εκτυλίσσονταν στην πολύβουη πολυκατοικία που διέμενε. Του άρεσε μάλιστα να παίρνει πότε το μέρος της μιας πλευράς και πότε της άλλης στους καυγάδες που κατέφθαναν κυρίως από τους από πάνω ορόφους. Ήταν ο τρόπος του να καταλάβει την ανθρώπινη ψυχή και ταυτόχρονα τον βοηθούσε να ξεγλιστρά από την μοναξιά που ήταν πάντα παρούσα. Με τον καιρό κατάφερνε να μαντεύει από το κουδούνισμα ποιος τον καλούσε , μα ακόμη και την εξυπηρέτηση που θα του ζητούσαν και έτσι παρηγορούσε την μέρα του. Έτσι και με τούτο το γράμμα , το αρχικό σοκ όταν έφτασε στα χέρια του, διαδέχτηκε η πεποίθηση ότι ήξερε καλά τον αποστολέα του.
Δεν πίεσε καθόλου τον εαυτό του να βιαστεί, μάλιστα συνέχισε και την καθιερωμένη του βόλτα στο μεγάλο πάρκο της γειτονιάς, απόλαυσε και το μεσημεριανό του τσιγάρο σε ένα παγκάκι, παρά το τσουχτερό κρύο που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του στα τέλη του Οκτώβρη και έφτασε στο σπίτι του μόνο αργά το απόγευμα , μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ησυχία, έξω και μέσα , μόνο ο ήχος του ρολογιού στον τοίχο του σαλονιού, έδινε έναν κάποιο τόνο στην ύπαρξη του, εκείνο το αργόσυρτο τικ τακ , σαν να συγχρονιζόταν τώρα με τους παλμούς του. Άραξε στον μοναδικό καναπέ, δεν χρειάστηκε ποτέ πολλά έπιπλα , επισκέπτες πέρα από ένα δυο γείτονες που γνώρισε σαν βγήκε στην σύνταξη , δεν είχε. Δίπλα του ένα ποτήρι με κονιάκ , λίγε γουλιές και η θερμοκρασία του σώματος του άρχισε να ανεβαίνει και τότε μόνο θυμήθηκε το γράμμα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Το έφερε αργά, σαν σε ιεροτελεστία, στην μύτη του. Είχε ακόμη το άρωμά της αυτό την πρόδωσε από την αρχή. Το άρωμα της , μα δεν θα μπορούσε να διαγραφεί ποτέ από την μνήμη του ,ελαφρύ και μεθυστικό από άνθη γιασεμιού που σαγήνευε στο πέρασμά της. Τα ολοστρόγγυλα γράμματα της ξεπρόβαλλαν πάνω στο ροζ χαρτί πολυτελείας. Σαν να έστηναν χορό μπροστά του που του προκαλούσε ζάλη. Ξεκίνησε να διαβάζει τις πρώτες του αράδες:

Αθήνα, 14/05/58
Βρήκα το σημείωμά σου, με τάραξε το θάρρος σου , δεν ξέρω αν έχω πονέσει ποτέ περισσότερο ακόμη και από όταν ένιωσα την πρώτη δυνατή απώλεια στη ζωή μου, με τον χειρότερο τρόπο. Άραγε οι μοίρες των ανθρώπων να είναι προκαθορισμένες και εμείς κινούμαστε σε μια σκακιέρα όπου όποια κι αν είναι η έκβαση του παιχνιδιού παραμένουμε πιόνια; Τώρα πια ξέρω πως νιώθεις , μα το τέλος είναι κοντά , όμως η καρδιά μου δεν παύει στιγμή να ελπίζει πως όλα μπορεί να ανατραπούν ξαφνικά. Να καταφέρω να βρω την δύναμη να ορίσω την μοίρα μου , που τώρα κρατούν άλλοι στα χέρια τους.
Το βλέμμα σου με καίει όποτε σε κοιτώ φευγαλέα , με ικετεύει να μείνω ,μα οι τέσσερις όροφοι που μας χωρίζουν , γίνονται χιλιόμετρα δίχως τέλος. Η παρουσία σου και μόνο μου έδινε δύναμη, τα μάτια σου μου ορκίζονταν πως θα τα καταφέρω , θα σταθώ όρθια , όπως και το έκανα για χάρη του μονάκριβου μου. Μα στην πορεία ανακάλυψα πως υπήρχα και εγώ, που ήμουν κρυμμένη όλα αυτά τα χρόνια ; Ανέκαθεν στην σκιά ενός άντρα, πάντοτε να υπακούω στην βούληση τους , με την γυναικεία υποταγή που αρμόζει στο φύλο μας. Κι ύστερα  ξύπνησα από τον λήθαργο , είδα ότι υπήρχε και η άλλη πλευρά μου , αυτή της δυναμικής γυναίκας που μπορεί να τα καταφέρει και μόνη της , να αποδείξει ότι στέκεται επάξια και μόνη στον κόσμο , παρά τα αδιάκριτα βλέμματα και τους ψιθύρους πίσω από τις κλειστές πόρτες. Και εσύ ήσουν εκεί με τα μικρά και καθημερινά, να με στηρίζεις αθόρυβα με τον φόβο μην πέσω. Απλός παρατηρητής της ζωής μου , χωρίς να απαιτείς τίποτε από εμένα και αυτή σου η ανιδιοτέλεια με τρόμαζε. Πόσοι πέρασαν για να ζητήσουν χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν πως νιώθω , αν τα καταφέρνω . χωρίς να με ρωτήσουν τι πραγματικά θέλω για μένα. Από την μέρα που μου αποκαλύφθηκες με έχεις στοιχειώσει, έτρεφα βέβαια και εγώ κάποια αισθήματα όμως δεν θα τολμούσα ποτέ να σου μιλήσω γιατί βλέπεις , εγώ δεν είμαι σαν εσένα μαθημένη στην ελευθερία , έμαθα να ζω με κοινωνικές συμβάσεις που αργά και σταθερά με πνίγουν και δεν έκανα καμία προσπάθεια για να γλιτώσω , γιατί κάθε προσπάθεια απαιτεί θυσίες, θυσίες που φοβόμουν να αναλάβω και ας έδειχνα το αντίθετο.
Δεν μπορώ να βρω νόημα στην μέρα μου τώρα πια, έχεις εγκατασταθεί στην ψυχή μου και ταυτόχρονα έχεις έναν ιδιότυπο τρόπο να με απομακρύνεις με την σεμνότητά και τον σεβασμό που υψώνεις σαν τοίχο  και δεν ξέρω τι να πιστέψω αυτό που ακούω και με σταματά ή αυτό το πάθος που βλέπω στα μάτια σου και με κάνει να κοκκινίζω από ντροπή;
Εδώ και μέρες έχω χάσει τον ύπνο μου , θέλω να νιώσω την ζεστασιά των χεριών σου στο κορμί μου , να νιώσω και πάλι ζωντανή πλάι σου και πιάνω τον εαυτό μου να κάνει όνειρα για εμάς τους δυο κι ύστερα ξυπνώ μούσκεμα στον ιδρώτα καθώς νιώθω πως σε χάνω για πάντα. Σ' αγαπώ σαν να συμβαίνει για πρώτη φορά, έτσι  πρέπει να είναι η αγάπη σαν δίκοπο μαχαίρι που σε πονάει καθώς σου σκίζει τα σωθικά και εσύ ζητάς κι άλλο.
Δεν θέλω να φύγω μακρυά σου , όμως πρέπει να καταλάβεις πως είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να αντιταχθώ στην απόφαση του πατέρα μου , εκείνος με όριζε πάντα κατά πως ένιωθε πως ήταν το σωστό για μένα. Πιστεύω μόνο σε ένα θαύμα τώρα πια που θα μπορούσε να αλλάξει την ροή του ποταμιού της ζωής μου που έως σήμερα με παρασέρνει σαν φύλλο. Δεν μπορώ να σου δώσω τούτο το γράμμα στα χέρια γιατί ξέρω πως θα πονέσεις ή που θα τα ανατρέψεις όλα και με φοβίζει το άγνωστο, μαθημένη στην ασφάλεια έως τώρα.
Αν ποτέ έρθει στην κατοχή σου ζητώ μόνο να με συγχωρέσεις για τούτη την απόφαση, μα πιότερο για την δειλία μου να σου απαντήσω με λόγια που σου αρμόζουν, λόγια αληθινά , τα λόγια της καρδιάς μου. Άλλωστε δεν σου αξίζω, αξίζεις κάτι παραπάνω από μια δειλία κρυμμένη πίσω από ακριβά φορέματα.

Η δική σου Έλενα

Κόντευε να ξημερώσει , όταν τα πρώτα αυτοκίνητα άρχισαν να μουγκρίζουν έξω στον δρόμο . Ο χτεσινός αέρας είχε καταλαγιάσει και στα φύλλα που κείτονταν στην άσφαλτο έριχνε τις πρώτες ζεστές ακτίνες του ο ήλιος . Δευτέρα, καινούρια εβδομάδα ξεκινούσε και το πολύβουο μελίσσι της Αθήνας είχε πάρει και πάλι μπρος. Πολυκατοικίες ξεφύτρωναν η μια πίσω από την άλλη για να στεγάσουν τα όνειρα της νέας γενιάς που ανέτειλε, μιας γενιάς διψασμένης για ύλη και καλοπέραση αφού η προηγούμενη κουβαλούσε ακόμη στις πλάτες της μνήμες ντροπής και στερημένα χρόνια. Όλοι προσηλωμένοι στο δικό τους όνειρο, που έπρεπε να το θρέψουν μπας και χορτάσει , ποιος θα στεκόταν τώρα πια σε μια  είδηση, με ψιλά γράμματα, αυτοκτονίας 65 χρονου στην Νίκαια , στο κάτω μέρος της εβδομαδιαίας εφημερίδας της πόλης. Ίσως κανα δυό να σφίχτηκαν λίγο πίνοντας τον πρωινό τους καφέ διαβάζοντας πως βρέθηκε πνιγμένος στην οικία του, με το παλιό καλώδιο ενός τηλεφώνου θυρωρείου, χωρίς να αφήσει πίσω του σημείωμα για την αποτρόπαια πράξη του.
- Ευτυχώς που ήταν μόνος στην ζωή δεν λες; ακούστηκε μόνο από ένα καφενεδάκι απέναντι από την πολυκατοικία με το νούμερο 47 ,στην πολυσύχναστη πια οδό Εθνικής Αμύνης...

ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

ΕΙΜΑΙ 32 ΕΤΩΝ , ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΡΑΜΑ, ΠΡΩΗΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΜΑ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΩΝ) ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΠΟΥ ΜΕ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΕΙ ΣΤΗΝ ΖΩΗ. ΕΧΩ ΕΝΑΝ 9 ΧΡΟΝΟ ΓΙΟ ΜΕ ΑΥΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΧΩ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙ ΟΛΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΜΟΥ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟ. ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. ΕΧΩ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ) ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΔΗΜ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΡΟΒΙΑ ΠΟΥ ΘΑΥΜΑΖΩ. ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΗΝ ΜΥΡΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΔΙΑΤΗΡΩ ΕΠΙΣΗΣ ΕΝΑ BLOG 

http://http://welcometomynest.blogspot.gr/  ΠΟΥ ΘΑ ΧΑΙΡΟΜΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ.

Μοιράσου το:

    Blogger Comment
    Facebook Comment

6 σχόλια:

  1. Φίλη μου αγαπημένη, αργα και σταθερά ανεβαίνεις το μονοπάτι της επιτυχίας. Εύχομαι να τη βρεις στην επόμενη στροφή που θα συναντήσεις. Σ´αγαπω πολυ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που το πρώτο σχόλιο ήταν δικό σου σε ευχαριστώ και γω !

      Διαγραφή
  2. Όμορφη ιστορία, και ας μην είχε ευτυχισμένο τέλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μου άρεσε που στην ιστορία συνάντησα έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα από τη μια και έναν μυστηριώδη (αυτόν της γυναίκας) από την άλλη. Μου άρεσε η περιγραφή που με έβαλε μέσα στην πολυκατοικία με το νούμερο 47 και με άφησε λίγο έξω από το διαμέρισμα του 4ου. Το βρήκα ευρηματικό και σε συμφωνία με τους 2 χαρακτήρες.
    Μπράβο σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χαίρομαι τόσο πολύ που συμμετείχες!!
    Κι ας είναι πολύ μεγάλη η ιστορία σου κυλούσε με τόσο ενδιαφέρον!
    Φοβερή και τόσο καλογραμμένη.. Μετέδιδε όλα τα συναισθήματα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ενα μεγάλο ευχαριστώ για τα σχόλια κ τον κόπο που κάνατε να το διαβάσετε

    ΑπάντησηΔιαγραφή