Μία κρυφή ελπίδα - Ευγενία Πετσοβίδου (Demish)


*O πίνακας ανήκει στον ζωγράφο- φωτογράφο Κωνσταντίνο Πετσοβίδη
Δεν υπάρχουν τέτοιες στιγμές στη ζωή όπου όλο το «είναι» ξαφνικά υπεργεμίζει με αδρεναλίνη, αυτοπεποίθηση, θέληση και σιγουριά για το μελλόν, και το παρόν; Αισθάνεσαι ότι μπορείς να διασχίσεις θάλασσες, να ανέβεις τα ψηλότερα βουνά, να αγγίξεις τον ορίζοντα, να κάνεις το οτιδήποτε. Νιώθεις κάθε κύτταρο του κορμιού σου να αναπνέει. Παντού βλέπεις το φως, ακόμη και στο σκοτάδι. Ακριβώς έτσι είχα νιώσει και εγώ όταν πέρασα το κατώφλι. Φαινόταν ευρύχωρο αν και ήξερα τα λίγα τετραγωνικά του. Με το πρώτο κιόλας βήμα στο παλιομοδίτικο μαρμάρινο πάτωμα ήρθε στα ρουθούνια μου έντονη μυρωδιά η οποία ήταν το μείγμα από υγρασία, μουχλιασμένες γωνίες και ξεφτισμένα τείχη. Μια τέτοια οσμή αρμόζει σε μια παλιά κατοικία, δίνοντας της μια ιδιαίτερη γοητεία και προσωπικότητα ιστορικής σημασίας.
Προχώρησα στο βάθος του χώρου, διασχίζοντας το δωμάτιο και φτάνοντας στην μπαλκονόπορτα, γύρισα τη λαβή και τη τράβηξα προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή τέτοια απέραντη χαρά με είχε πλημμυρίσει και μια κρυφή ελπίδα. Μια κρυφή ελπίδα κάποτε να έρθω να μείνω έδω...
Αμέσως μετά θύμαμαι να στέκομαι σε ένα παλιό, βρώμικο, γεμάτο εξωτερικές ακαθαρσίες, με χρόνιους λεκέδες από μπογιά στα σπασμένα πλακάκια, με ξεθωριασμένα παντζούρια και σκουριάσμενα κάγκελα μπαλκόνι. Υπάρχει μια τομή μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, και εγώ είχα ταυτιστεί με αυτή τη τομή. Είχα ψηλά το κεφάλι και ένιωσα πως η πρωτόγνωρη ομορφιά την οποία έχουν όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαιρέσεις, η οποία όμως σπάει με την πάροδο του χρόνου ή πιο σωστά με την γνώση της ζωής και της αλήθειας της, για καθένα από εμάς σε διαφορετική χρονική στιγμή, ξαφνικά μέσα μου δεν ήταν ραγισμένη πια. Μακάρι αυτή η στιγμή να κρατούσε μια αιωνιότητα, μακάρι οι άνθρωποι να είχαν ανακαλύψει τρόπο να την αιχμαλωτίσουν στη ψυχή τους, μακάρι... Να αιχμαλωτίσεις όμως τη ψυχή του ανθρώπου; Δεν γίνεται.
Μπορείς να αγαπάς τους γονείς, τα αδέλφια, την πατρίδα, τη θρησκεία, ένα μουσικό όργανο, τη πρώτη παιδική σου κούνια, το συγκεκριμένο καφέ, έναν ήχο, την αίσθηση καλοκαιρινού παραθαλάσσιου ανέμου που διαπερνά όλο το σώμα και ανεμίζει ανέμελα τα μαλλιά, μια αίθουσα, μια ένδυση, μια αξέχαστη στιγμή ή και τη στιγμή που έχεις ξεχάσει, η οποία ζωντανεύει μόλις αντικρίσεις μια παλιά φωτογραφία ή απλώς ένα χώρο, ένα δικό σου χώρο. Τι θα λαχταράει η ψυχή μας δεν το ορίζουμε εμείς, αλλά μας επιλέγει αυτό το «τι» από μόνο του, χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση. Μας φέρει προ τετελεσμένου, και όσο παράλογο και να ακούγεται αυτό είναι και το πιο ωραίο, και το πιο όμορφο και τρομακτικό, και το πιο μοναδικό... σε επιλέγει και εσυ αφήνεις να σε επιλέξει...και δεν το εγκαταλείπεις ποτέ πια..

Έτσι λοιπόν μπήκα μέσα, ξάπλωσα στο κρεβάτι, τυλίχτηκα σε ένα σεντόνι, και ήμουνα πλέον στο διαμέρισμα μου, στην πόλη που αγαπώ, και στη χώρα που λατρεύω. Είμαι σπίτι σκέφτηκα και έπειτα κοιμήθηκα...

Μοιράσου το:

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου